- αποκληρονόμος
- ἀποκληρονόμος, -ον (Α)όποιος έχει χάσει τα κληρονομικά του δικαιώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκληρονόμους — ἀποκληρόνομος disinherited masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρονόμων — ἀποκληρόνομος disinherited masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek